Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῦ πολιτεύματος

См. также в других словарях:

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… …   Dictionary of Greek

  • αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

  • πραξικόπημα — το, Ν 1. η έκνομη αλλοίωση ή μεταβολή τού πολιτεύματος από φορείς τής εξουσίας ή, αλλιώς, η εκ τών άνω παράνομη αλλοίωση ή μεταβολή τού πολιτεύματος ως μέθοδος επιβολής, συνήθως, αντιλαϊκού απολυταρχικού καθεστώτος 2. γεν. βίαιη, αυθαίρετη και… …   Dictionary of Greek

  • Παράλιοι — Oνομάζονταν και Πάραλοι. Οι κάτοικοι της Παράλου γης, δηλαδή του παραλιακού διαμερίσματος της Αττικής. Ασχολούνταν με τη γεωργία και τα σχετικά με τη θάλασσα επαγγέλματα και ήταν ευπορότεροι από τους Διακρίους, οι οποίοι κατοικούσαν στις ορεινές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»