-
1 καθηγεομαι
ион. κατηγέομαι1) идти впереди, быть проводником, указывать дорогу, вести (за собой)(σὺ καθηγοῦ, ἕφομαι δ΄ ἐγώ Plat.)
τὸν αὐτὸν κόσμον κ. Her. — вести войско в том же порядке;οἱ κατηγεόμενοι Her. — проводники;ἐς τέν σφετέρην (sc. χώραν) κ. Her. — (по)вести в свою страну;ἄλλας ὁδοὺς κ. τινι Her. — повести кого-л. другими дорогами;κ. τὸν ποταμόν Plat. — переправлять через реку2) руководить, показывать, указывать(τοῦ πολιτεύματος Plut.)
Ὕβλωνος καθηγησαμένου Thuc. — под руководством Гиблона;ὅ καθηγησάμενος Plut. — руководитель, учитель3) показывать пример; класть началоκαλῶς κ. τοῦ λόγου Plat. — прекрасно начать свою речь
4) (впервые) вводить, учреждать(νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν Her.)
κ. χρηστήριον Her. — основывать прорицалище -
2 ρυθμιστής
ο1) регулятор; 2) регулировщик; 3) наладчик; 4) диспетчер; 5) перен. распорядитель; вершитель (книжн.);ρυθμιστής του πολιτεύματος — глава государства;
ρυθμιστής των τυχών — или ρυθμιστής της τύχης — вершитель судеб;
της καταστάσεως είναι... — положение контролирует...; — хозяином положения является...;§ ρυθμιστής του τηλεφωνικού κέντρου ( — телефонный) коммутатор
-
3 αποψηφιζομαι
1) голосовать против, отвергать, отклонять(τι Isae., Dem.; γραφήν Aeschin.; νόμον Plat.; τὸν θρίαμβον Plut.)
; проваливать на выборах, отводить(τινα Plut.)
κύριος ἀποψηφιζόμενος Arst. — имеющий право отклонять (вето);2) исключать из состава граждан(τινος Aeschin., Dem.)
ἀποψηφισθῆναι τοῦ πολιτεύματος Dem. — быть лишенным гражданства3) отводить обвинение, оправдывать по суду(Plat.; τινος Lys., Dem., Arst.)
-
4 ιδιοτης
(τῶν πράξεων Plat.; τῶν φυτῶν Arst.; τοῦ πολιτεύματος Polyb.)
ἥ ἰ. τῇς ἡδονῆς Xen. — особая прелесть -
5 μεγαλομερια
-
6 μεταδοσις
- εως ἥ1) раздача(σίτων καὴ ποτῶν Xen.)
2) передача, предоставление(τοῦ πολιτεύματος τῷ πλήθει Arst.)
3) вознаграждение или пособие Plut.4) тема для обсуждения, вопрос Plut. -
7 κατασκευη
ἥ1) подготовка(τοῦ πολέμου Thuc.)
2) сооружение, строительство(λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.)
3) создавание, построение(τῶν νόμων Plat.)
4) устройство, строение, строй, организация(τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.)
αἱ κατασκευαὴ τῆς ψυχῆς Plat. — (различные) типы душевной организации;κ. τοῦ βίου Plat. — способ добывания средств к жизни;ἥ χρημάτων κ. Plat. — материальный быт5) домашняя обстановка, меблировка, утварь(τῆς οἰκίας Dem.)
κατασκευέν κτᾶσθαι Plat. — приобретать обстановку6) посуда7) укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.8) прием, хитрость, уловка(τέχναι καὴ κατασκευαί Aeschin.)
9) сочинение, произведение Polyb.
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… … Dictionary of Greek
πραξικόπημα — το, Ν 1. η έκνομη αλλοίωση ή μεταβολή τού πολιτεύματος από φορείς τής εξουσίας ή, αλλιώς, η εκ τών άνω παράνομη αλλοίωση ή μεταβολή τού πολιτεύματος ως μέθοδος επιβολής, συνήθως, αντιλαϊκού απολυταρχικού καθεστώτος 2. γεν. βίαιη, αυθαίρετη και… … Dictionary of Greek
Παράλιοι — Oνομάζονταν και Πάραλοι. Οι κάτοικοι της Παράλου γης, δηλαδή του παραλιακού διαμερίσματος της Αττικής. Ασχολούνταν με τη γεωργία και τα σχετικά με τη θάλασσα επαγγέλματα και ήταν ευπορότεροι από τους Διακρίους, οι οποίοι κατοικούσαν στις ορεινές… … Dictionary of Greek